συνθηματικός

συνθηματικός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που εκφράζει σύνθημα: Το σφύριγμα αυτό είναι συνθηματικό. – Συνεννοήθηκαν με συνθηματικές φράσεις.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συνθηματικός — ή, ό / συνθηματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύνθημα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνθημα 2. αυτός που περιέχει ή εκφράζει ένα σύνθημα, ένα σημείο συμφωνημένο εκ τών προτέρων, συμβολικός (α. «συνθηματικές γλώσσες» [γλωσσ.] ιδιώματα που… …   Dictionary of Greek

  • συνθηματικά — συνθηματικός by preconcerted signs neut nom/voc/acc pl συνθηματικά̱ , συνθηματικός by preconcerted signs fem nom/voc/acc dual συνθηματικά̱ , συνθηματικός by preconcerted signs fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθηματικόν — συνθηματικός by preconcerted signs masc acc sg συνθηματικός by preconcerted signs neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθηματικῶς — συνθηματικός by preconcerted signs adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλειδάριθμος — Ο συνθηματικός αριθμός των κρυπτογραφικών κωδίκων, που χρησιμοποιείται για την αποκρυπτογράφηση των κειμένων. Ονομάζεται επίσης κωδικός αριθμός. Η λέξη κ. χρησιμοποιείται και για τους συνδυασμούς αριθμών, λέξεων ή αριθμών και λέξεων μαζί, που… …   Dictionary of Greek

  • συνθηματικώς — συνθηματικῶς ΝΜΑ, και συνθηματικά Ν βλ. συνθηματικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”